- ἀκνίσωτος
- ἀκνίσωτος [ῑ], ον,A without steam of sacrifice, A.Fr.292.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ακνίσωτος — ἀκνίσωτος, ον (Α) αυτός που δεν έχει τη χαρακτηριστική οσμή που προέρχεται από τις θυσίες. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ στερητ. + κνισωτὸς < κνισῶ*] … Dictionary of Greek
ἀκνίσωτος — without steam of sacrifice masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκνίσωτοι — ἀκνίσωτος without steam of sacrifice masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)